- αναυτολόγητος
- -η, -οαυτός που δε ναυτολογήθηκε, δε γράφτηκε στο ναυτολόγιο πλοίου, όπως γίνεται με όσους εργάζονται σε εμπορικό καράβι: Είχε ξοδέψει όλες του τις οικονομίες, γιατί ήταν αναυτολόγητος πάνω από έξι μήνες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.